εκτραχηλισμός

εκτραχηλισμός
ο
1. μτφ., αποχαλίνωση, ηθική παρεκτροπή, ξετσίπωμα.
2. στον πληθ., εκτραχηλισμοί αναίσχυντες, απρεπείς πράξεις.
3. μία από τις λαβές του κεφαλιού στην πάλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκτραχηλισμός — ο (AM ἐκτραχηλισμός) εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. απογύμνωση τού τραχήλου ή και τού στήθους 2. μία από τις λαβές τού κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα μσν. αποκεφαλισμός …   Dictionary of Greek

  • ἐκτραχηλισμούς — ἐκτραχηλισμός beheading masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτραχηλισμόν — ἐκτραχηλισμός beheading masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ξετραχηλισμός — ο [ξετραχηλίζω] 1. το άνοιγμα τού ντεκολτέ ενός ενδύματος, ώστε να μένει ακάλυπτος ο τράχηλος, ο λαιμός 2. μτφ. εκτραχηλισμός …   Dictionary of Greek

  • παρεκτροπή — ή, ΝΑ [παρεκτρέπω] 1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή 2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα νεοελλ. 1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής… …   Dictionary of Greek

  • αποχαλίνωση — η αφαίρεση κάθε χαλινού, εκτραχηλισμός, ακολασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”